- ποδεστάτος
- και ποντεστάτος και ποτεστάτος και ποντεστάς, ο, Ν1. ο ανώτατος πολιτικός και στρατιωτικός δικαστής στις ιταλικές κοινότητες τού μεσαίωνα2. δήμαρχος στις ιταλικές κτήσεις τής Αυστρίας από το 1815 ως το 19183. δήμαρχος, διορισμένος από την ιταλική κυβέρνηση κατά την περίοδο τού φασισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. podesta < λατ. potestas, -atis «δύναμη, εξουσία»].
Dictionary of Greek. 2013.